-
1 πολισ-οῦχος
πολισ-οῦχος, auch πολισσοῦχος, = πολιοῦχος; Aesch. ὦ μεγάλε Ζεῠ καὶ πολισοῠχοι δαίμονες, Spt. 804, wie πολισσοῠχοι ϑεοί 69. 167, u. öfter in dieser Vrbdg; auch πολισσοῠχος λεώς, Eum. 745; βροτοί, 843; παῖδες Κραναοῠ, 1011.
См. также в других словарях:
ω — ὦ, ΝΜΑ, και ὤ Α επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.) γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.) 2. (στην αρχ … Dictionary of Greek
πολισσούχος — ον, ΜΑ μσν. πολίτης αρχ. 1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.) 2. αυτός που κατοικεί σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί τού πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το… … Dictionary of Greek